- συνεπιστρέφω
- Α [ἐπιστρέφω]1. περιστρέφω κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τὴν μὲν Κλωθὼ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐφαπτομένην συνεπιστρέφειν τοῡ ἀτράκτου τὴν περιφοράν», Πλάτ.)2. στρέφω επίσης την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν καθιστώ προσεκτικό («συνοικειοῡν καὶ συνεπιστρέφειν πρὸς ἑαυτοὺς τὸν ἀκροατήν», Πλούτ.)3. συστρέφω, περιστρέφω κάτι μαζί με κάτι άλλο («τὸ πνεῡμα... τὸ τῶν φλεβῶν διαβιαζόμενον καὶ ξυνεπιστρέφον αὐτά», Πλάτ.)4. στρέφομαι ταυτόχρονα προς ένα σημείο («κεραῑαι... συνεπιστρέφουσαι τῇ πυκνότητι πρὸς ἀλλήλας», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.